- διερός
- διερός, -ά, -όν (Α)1. ενεργητικός, ζωηρός, βιαστικός2. ρευστός, υγρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνια λ. που απαντά μόνο στην ποίηση και στον πεζό λόγο τής ελληνιστικής εποχής. Με τη σημ. «υγρός» η λ. συνδέθηκε με το διαίνω* (πρβλ. μιαρός, μιερός, μιαίνω), αν και δεν υπάρχει τ. *διαρός. Ενώ με τη σημ. «ενεργητικός, ζωηρός» (πρβλ. διερός«λαμπρός, ζων, περιφανής», Ησύχ.) έχει υποτεθεί ότι η λ. συνδέεται με το δίεμαι* ή με το δείδω* (διερός < *δFιερός)Λόγω όμως τής σημασιολογικής αποκλίσεως οι υποθέσεις αυτές δεν είναι πειστικές].
Dictionary of Greek. 2013.